νώτο

νώτο
το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό)
(κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι
η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν
2. φρ. α) «στρέφω τα νώτα» — εγκαταλείπω τον αγώνα, τρέπομαι σε φυγή
β) «επιτίθεμαι από τα νώτα» — επιτίθεμαι ύπουλα από πίσω
γ) «καλύπτω τα νώτα μου»
μτφ. παίρνω μέτρα για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου, κάθε απρόβλεπτης ενέργειας εναντίον μου
αρχ.
1. κάθε ευρεία επιφάνεια, όπως η επιφάνεια τής θάλασσας, τής γης, ποταμού ή η κυρτή επιφάνεια τού στερεώματος
2. το άνω μέρος περιοχής ή αντικειμένου, όπως, λ.χ. βράχου, όρους, τύμβου, πριονιού κ.λπ.
3. το κεντρικό μέρος τού τροχού («αἱ χεῑρες αὐτῶν [τῶν τροχῶν] καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν... πάντα χωνευτά», ΠΔ)
4. το πίσω μέρος σελίδας
5. φρ. α) «ἕσπερα νῶτα» — το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση
β) «νῶτα εντρέπω» και «νῶτον ἐπιστρέφω» και «δίδωμί τινι νῶτα» και «δείκνυμι (ή δεικνύω) τὰ νῶτα» — τρέπομαι σε φυγή
γ) «πίπτω ἐπὶ νώτῳ» — πέφτω από πίσω χωρίς να γίνω αντιληπτός
δ) «κατά νώτου» — από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. νῶτον / νῶτοι δεν μαρτυρείται με αυτήν τη μορφή σε καμιά άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, (πρβλ. λατ. tergum και dorsum, αρχ. ινδ. sanu-). Η σύνδεση τού τ. με τα λατ. natis, θεματικό ουδ. σε -i και στον πληθ. nates, -ium «γλουτοί», θηλυκό σε -i, ενώ σημασιολογικά πλησιάζει τον ελλ. τ., μορφολογικά δεν ικανοποιεί, αφού προϋποθέτει μια εναλλαγή θεμάτων *nә-ti / nō-to δυσερμήνευτη. Ακόμη πιο τολμηρή θεωρείται η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *honu, *nowos (πρβλ. αρχ. ινδ. sanu, γεν. snōh), από όπου με παρέκταση ο τ. *nowatos και πληθ. *nowata (πρβλ. γόνυ - γόνατο), από όπου τελικά νῶτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νώτο — το βλ. νώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλογενής — ές 1. αυτός που έχει δύο γένη 2. γραμμ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλογενή ουσιαστικά που στον ενικό παρουσιάζουν δύο γένη («το νώτο, ο νώτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + γενής < γένος (πρβλ. διγενής, ομοιογενής)] …   Dictionary of Greek

  • νωτάκανθος — (noacanthus). Γένος οστεοϊχθύων που περιλαμβάνει ψάρια τα οποία ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου. Το σχήμα του σώματός τους είναι στενόμακρο και η ουρά τους αιχμηρή. Αντί για πτερύγια, έχουν στη μέση της ράχης τους 6 7 τριγωνικά… …   Dictionary of Greek

  • νωταλγία — η πόνος κατά μήκος τής ράχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νώτο + αλγία (< άλγος] …   Dictionary of Greek

  • νωτονήκτης — (notonecta). Ετερόπτερα υδρόβια έντομα που μοιάζουν με τις κόριζες, έχουν τη συνήθεια να κολυμπούν ανάσκελα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία τους. Το πάνω μέρος του σώματος τους είναι κυρτό και μοιάζει με βάρκα, που κινείται με τη βοήθεια των… …   Dictionary of Greek

  • νώτα — τα (ΑΜ νῶτα) βλ. νώτο …   Dictionary of Greek

  • νώτος — νῶτος, ὁ (Α) βλ. νώτο …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • πυκνόνωτος — (pycnonotus). Γένος μικρών ωδικών πτηνών, από την οικογένεια των πυκνονωτιδών. Έχουν μαλακό φτέρωμα, σε πράσινο ή καστανό χρώμα, και ζουν στα ορεινά δάση, όπου τρέφονται με έντομα. Χαρακτηριστικός τύπος πυκνόνωτου, μικρού ωδικού πτηνού του… …   Dictionary of Greek

  • σχηματόγραπτος — ον, Μ ο περιγεγραμμένος με σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + γραπτος (< γραπτός < γράφω), πρβλ. νωτό γραπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”